Στην κλασική αρχαιότητα, το Ιερό του Ποσειδώνα στην Ισθμία ήταν γνωστό ως μία από τις τέσσερις θέσεις που φιλοξενούσαν ένα τετραετή κύκλο αθλητικών αγώνων, που μας είναι γνωστοί ως οι Πανελλήνιοι Στεφανίτες Αγώνες. Σε αντίθεση με την Ολυμπία και τους Δελφούς, όπου οι Αγώνες διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια, στην Ισθμία, όπως και στη γειτονική Νεμέα, οι Αγώνες πραγματοποιούνταν κάθε δύο χρόνια. Από την εποχή της ίδρυσής τους το 584 π.Χ. μέχρι το τέλος του 4ου αι. π.Χ., οι Έλληνες (και αργότερα οι Ρωμαίοι) ανταγωνίζονταν στην ταχύτητα, την αντοχή ακόμα και στην ικανότητα να τραγουδούν, προσπαθώντας να κερδίσουν το παραδοσιακό έπαθλο, που ήταν στεφάνι από πεύκο.
Λόγω της σημαντικής θέσης της κατά μήκος της ακτής του Σαρωνικού, αμέσως νοτίως του πιο στενού σημείου του Ισθμού, η Ισθμία συχνά αποτέλεσε κοινό τρόπο συγκέντρωσης για όλους τους Έλληνες σε περιόδους κρίσεων αλλά και εορτασμών. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε ως τη Βυζαντινή περίοδο, όταν στην Ισθμία κατασκευάστηκε ένα μεγάλο φρούριο, που, από κοινού με το τείχος που εκτεινόταν σε όλο τον Ισθμό, αποσκοπούσε στην προστασία της νότιας Ελλάδας από εξωτερικούς εισβολείς.
Επιλέξετε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιοχές για να μάθετε περισσότερα για τη θέση και τα μνημεία που αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές.
ΤΟ ΑΝΩ ΙΕΡΟ
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ισθμίας βρίσκεται στη κορυφή ενός χαμηλού υψώματος από εναλλασσόμενο ασβεστόλιθο και μάργα, ο οποίος έχει κατωφερική κλίση βαθμιαία προς τα βόρεια και ανατολικά, χωρίζοντας την περιοχή σε δύο επίπεδα, το ανώτερο και το κατώτερο. Στο άνω ιερό βρίσκονται ο ναός του Ποσειδώνα και οι στοές που τον περιστοιχίζουν, ο ναός του Παλαίμονα, το Πρώτο Στάδιο και το Ανατολικό Γήπεδο. Το κατώτερο ιερό περιλαμβάνει ένα συγκρότημα λουτρού/γυμνασίου, το βυζαντινό φρούριο και τα τείχη του Εξαμίλιου. Το θέατρο και η σχετιζόμενη αυλή βρίσκονται στην περιοχή ανάμεσα στο ανώτερο και το κατώτερο ιερό.
Ο ναός του Ποσειδώνα
Τον 7ο αιώνα π.Χ. κατασκευάστηκε ένας αρχαϊκός ναός, δωρικού ρυθμού, αφιερωμένος στον Ποσειδώνα. Η θέση στον Ισθμό ήταν φυσικό σημείο για τον ναό, αφού τη χερσαία αυτή περιοχή διέσχιζαν πολλοί ταξιδιώτες και υπήρχαν κοντά πολλά λιμάνια που εξυπηρετούσαν το θαλάσσιο εμπόριο. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια υποδεικνύουν ότι ο ναός ήταν ιδιαίτερα πλούσιος και οι τοίχοι του σηκού έφεραν πολύχρωμη διακόσμηση.
Γύρω στο 480 π.Χ, ο αρχαϊκός ναός καταστράφηκε από φωτιά, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει σύνδεση με την εισβολή των Περσών. Ένας νέος ναός, κλασικού δωρικού ρυθμού, αναγέρθηκε περί το 465 π.Χ. Και αυτός καταστράφηκε από φωτιά το 390 π.Χ., αλλά ξανακτίστηκε γρήγορα. Φαίνεται πως εγκαταλείφθηκε μετά το 146 π.Χ., όταν η Κόρινθος λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο. Ωστόσο, σχεδόν ένα αιώνα μετά, όταν ο Ιούλιος Καίσαρας επανίδρυσε την Κόρινθο ως ρωμαϊκή αποικία, ο ναός ανακαινίστηκε και οι Αγώνες επέστρεψαν στην Ισθμία.
Όταν ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε τον ναό στον 2ο αιώνα μ.Χ., έγραψε τα εξής:
«Πάνω στο ναό, ο οποίος δεν έχει μεγάλες διαστάσεις, υπάρχουν χάλκινοι Τρίτωνες. Και αγάλματα υπάρχουν στον πρόναο, δυο του Ποσειδώνα κι ένα τρίτο της Αμφιτρίτης. Υπάρχει και της Θάλασσας άγαλμα, χάλκινο κι αυτό. Τα μέσα (στο ναό) είναι αναθήματα του συγχρόνου μας Ηρώδη του αθηναίου, δηλ. τέσσερα άλογα επίχρυσα πλην των οπλών, οι οποίες είναι ελεφάντινες. Και δύο Τρίτωνες υπάρχουν κοντά στα άλογα, χρυσοί, κι από τη μέση ελεφάντινοι κι αυτοί. Στο άρμα πάνω στέκονται η Αμφιτρίτη και ο Ποσειδώνας. Και ένα παιδί όρθιο υπάρχει πάνω σε δελφίνι, ο Παλαίμων. Κι αυτοί όλοι είναι καμωμένοι από ελέφαντα και χρυσάφι. Στο βάθρο, πάνω στο οποίο βρίσκεται το άρμα, υπάρχει ανάγλυφη παράσταση με τη Θάλασσα στη μέση να σηκώνει τη νεαρή στην ηλικία Αφροδίτη. Από τη μια μεριά κι από την άλλη παριστάνονται οι λεγόμενες Νηρηίδες… Στο βάθρο του Ποσειδώνα υπάρχει και ανάγλυφη παράσταση των γιων του Τυνδάρεω, γιατί κι αυτοί είναι σωτήρες πλοίων και ανθρώπων ναυτιλομένων. Ανάμεσα στα άλλα αναθήματα είναι ένα άγαλμα της Γαλήνης και ένα της Θάλασσας. Επίσης αγάλματα: ενός αλόγου που έχει μετά το στήθος τη μορφή κήτους, της Ινούς και του Βελλερεφόντη και του ίππου Πηγάσου.»
Ο Βωμός
Ο Βωμός του Ποσειδώνα βρίσκεται στα ανατολικά της θεμελίωσης του ναού. Έχει μήκος σχεδόν 40μ. ή περίπου 120 ελληνικά πόδια. Το αξιοσημείωτο μέγεθος του βωμού πιθανώς οφείλεται στη χρήση του για ιδιαίτερες θυσίες στον Ποσειδώνα, γνωστές ως εκατόμβες, όταν τουλάχιστον 100 αγελάδες θα σφαγιάζονταν κατά τη διάρκεια μίας τελετής. Ακόμα και σήμερα, μικρά θραύσματα καμένων κατά τη θυσία οστών διακρίνονται στο χώμα γύρω από τον βωμό. Κατά μήκος του βορειότερου άκρου του ναού είναι ορατές αρκετές βαθιά λαξευμένες αυλακώσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την κυκλοφορία τροχοφόρων οχημάτων που διέσχιζαν το ιερό και περνούσαν πάνω από τον βωμό, πιθανώς κατά το διάστημα της εγκατάλειψης του ναού μετά τη λεηλασία της Κορίνθου τον 2ο αι. π.Χ.
Ο ναός του Παλαίμονα
Η λατρεία του Ποσειδώνα δεν ήταν η μοναδική στην Ισθμία, καθώς εκεί λατρευόταν και ο Παλαίμων, ο ναός του οποίου βρισκόταν στο άνω ιερό. Ο ρωμαϊκός ναός του Παλαίμονα ήταν ένα κυκλικό κτίσμα ιωνικού ρυθμού με διάκοσμο στην οροφή. Οι λεπτομέρειες αυτές επιβεβαιώνονται από τα αρχαιολογικά τεκμήρια, καθώς το κτίσμα εμφανίζεται σε αρκετά ρωμαϊκά νομίσματα.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτυπώνουν και ένα ακόμη ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του ναού: υπόγειος αγωγός, ο οποίος θα ήταν εντελώς καλυμμένος όταν ο ναός ήταν σε χρήση, διατρέχει το κέντρο του κτίσματος. Έχει υποτεθεί πως αυτό το λάξευμα στη θεμελίωση του ναού αποτελούσε υπόγειο πέρασμα, όπου οι αθλητές που συμμετείχαν στα Ίσθμια, έδιναν όρκο να μην παραβιάσουν τους κανονισμούς των Αγώνων.
Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία,
«Μέσα στον περίβολο του ιερού υπάρχει, αριστερά, ναός του Παλαίμονα και μέσα στο ναό αγάλματα του Ποσειδώνα και της Λευκοθέας και του ίδιου του Παλαίμονα. Υπάρχει και άλλο ιερό με υπόγεια πρόσοδο, ονομαζόμενο άδυτο, όπου λένε πως έχει θαφτεί ο Παλαίμων. Όποιος κορίνθιος ή ξένος κάνει στο ιερό αυτό ψευδή όρκο, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ξεφύγει από τον όρκο του (από τα επακόλουθα της ψευδορκίας).»
Τα Στάδια
Στην αρχαιότητα τα στάδια ήταν κατά κανόνα επιμήκη και στενά, σχεδιασμένα πρωτίστως για αγώνες δρόμου. Υπήρχαν δύο Στάδια στο άνω ιερό. Το πρώτο Στάδιο ήταν σε χρήση κατά την κλασική περίοδο, όταν μια κεκλιμένη δίοδος οδηγούσε από τον βωμό του ναού στην αφετηρία. Η εγγύτητα του πρώτου σταδίου με τον ναό του Ποσειδώνα υπογραμμίζει τη θρησκευτική σημασία των Αγώνων για τους Έλληνες.
Όταν κατασκευάστηκε αρχικά, το μήκος του πρώτου Σταδίου ήταν περίπου 192μ. Είχε έναν ενδιαφέροντα μηχανισμό άφεσης, τη λεγόμενη ύσπληγα, που εμπόδιζε τις πρόωρες εκκινήσεις των δρομέων. Το πλακόστρωτο δάπεδο στην περιοχή της αφετηρίας έφερε ένα μεγάλο φρέαρ και μια σειρά από 16 λαξεύματα, όπου τοποθετούνταν κατακόρυφοι ξύλινοι πάσσαλοι. Οι δρομείς έπαιρναν τη θέση τους σε μία από τις 16 λωρίδες, ενώ ένας αξιωματούχος/αφέτης στεκόταν στο φρέαρ πίσω τους. Ο αφέτης κρατούσε σχοινιά που διέρχονταν των αυλακώσεων και συνδέονταν με τα ξύλινα εμπόδια της εκκίνησης των δρομέων, διατηρώντας έτσι τον έλεγχο της κούρσας. Το πρώτο Στάδιο αργότερα κατασκευάστηκε εκ νέου με ένα νέο μηχανισμό άφεσης και το μήκος του μειώθηκε στα 181μ.
Στην ύστερη κλασική/ελληνιστική περίοδο, το πρώτο Στάδιο αντικαταστάθηκε από ένα μεγαλύτερο και πιο περίτεχνο, περίπου 250μ στα νοτιοανατολικά του. Η απόσταση αυτού του λεγόμενου Ύστερου Σταδίου από τον ναό υποδεικνύει πως η γιορτή των Ισθμίων είχε αποκτήσει μεγάλη δημοφιλία και πως ήταν επιθυμητή η μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στους αθλητικούς αγώνες και τη θρησκευτική τελετή. Το μεγαλύτερο τμήμα του Ύστερου Σταδίου παραμένει ανεξερεύνητο, θαμμένο κάτω από αγροτεμάχια που καλλιεργούνται.
Το Ανατολικό Γήπεδο
Περίπου 50μ στα ανατολικά του Ναού του Ποσειδώνα και του πρώτου Σταδίου βρίσκεται ένας λαβύρινθος από τοίχους που δεν διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Καθώς δεν έχει αναγνωριστεί κανένα ασφαλώς ταυτιζόμενο στοιχείο, η περιοχή είναι γνωστή απλώς ως Ανατολικό Γήπεδο. Οι εν λόγω τοίχοι, που αντιπροσωπεύουν σαφώς περισσότερες από μία κατασκευαστικές φάσεις, φαίνεται πως ανήκουν σε μικρά κτίρια (σπίτια ή άλλα μικρά οικοδομήματα) με εγκαταστάσεις για ύδρευση και την προετοιμασία φαγητού. Η αρχαιολογική έρευνα επιβεβαιώνει πως υπήρχε αξιόλογη δραστηριότητα στο Ανατολικό Γήπεδο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και φαίνεται πως η περιοχή χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το Ανατολικό Γήπεδο βρίσκεται διερευνάται επί του παρόντος από τους Steven Ellis (Πανεπιστήμιο του Cincinnati), Allison Emmerson (Πανεπιστήμιο Tulane) και Eric Poehler (Πανεπιστήμιο Amherst της Μασαχουσέτης). Η έρευνα περιλαμβάνει την ενδελεχή επανεξέταση των ανασκαφικών αρχείων από τη δεκαετία του 1970, καθώς και την περισυλλογή νέων στοιχείων από τα υφιστάμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας για τον σκοπό και την ιστορία της συγκεκριμένης περιοχής θα παίξουν σημαντικό ρόλο την κατανόηση της χρήσης του Ιερού κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
Το Θέατρο και τα ‘Λατρευτικά Σπήλαια’
Το Θέατρο, που κατασκευάστηκε αρχικά στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., ήταν σχεδιασμένο να φιλοξενήσει περί τους 1500 θεατές. Οι θεατρικοί και μουσικοί αγώνες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στα Ίσθμια και μάλιστα ήταν το ίδιο σημαντικοί με τους αθλητικούς. Το θέατρο ανακαινίστηκε από τους Ρωμαίους το 67 μ.Χ. για την επίσκεψη του Νέρωνα στα Ίσθμια. Τελικά εγκαταλείφθηκε στον ύστερο 3ο αιώνα μ.Χ.
Κοντά στο θέατρο βρίσκονται τα ενδιαφέροντα λεγόμενα «λατρευτικά σπήλαια». Συγκεκριμένα, πάνω από το κοίλο του θεάτρου υπάρχει μια διθάλαμη σπηλιά. Μεγάλη ποσότητα από χρηστική κεραμική για την κατανάλωση φαγητού, πινάκια (πιάτα) και μαγειρικά αγγεία, βρέθηκαν εδώ, υποδεικνύοντας πως η τελετουργική κατανάλωση τροφής ήταν μέρος αυτής της αρχαίας λατρείας. Πιθανότατα οι λατρευτές θα συγκεντρώνονταν για να μοιραστούν κοινά γεύματα. Ο Ποσειδώνας, ο Παλαίμονας αλλά και ο Διόνυσος έχουν προταθεί ως ο κύριος αποδέκτης της λατρείας σε αυτά τα σπήλαια, τα οποία σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται τον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ.
ΤΟ ΚΑΤΩ ΙΕΡΟ
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ισθμίας βρίσκεται στη κορυφή ενός χαμηλού υψώματος από εναλλασσόμενο ασβεστόλιθο και μάργα, ο οποίος έχει κατωφερική κλίση βαθμιαία προς τα βόρεια και ανατολικά, χωρίζοντας την περιοχή σε δύο επίπεδα, το ανώτερο και το κατώτερο. Στο άνω ιερό βρίσκονται ο ναός του Ποσειδώνα και οι στοές που τον περιστοιχίζουν, ο ναός του Παλαίμονα, το Πρώτο Στάδιο και το Ανατολικό Γήπεδο. Το κατώτερο ιερό περιλαμβάνει ένα συγκρότημα λουτρού/γυμνασίου, το βυζαντινό φρούριο και τα τείχη του Εξαμίλιου. Το θέατρο και η σχετιζόμενη αυλή βρίσκονται στην περιοχή ανάμεσα στο ανώτερο και το κατώτερο ιερό.
Το Ρωμαϊκό Λουτρό
Το Ρωμαϊκό Λουτρό κτίστηκε στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα δείχνουν ότι η χρήση του συνεχίστηκε μέχρι την εγκατάλειψή του στον ύστερο 4ο αι. μ.Χ., ύστερα από την οποία περιέπεσε σε αχρηστία και τελικά κατέρρευσε τον ύστερο 6ο αιώνα. Η κεραμική, οι τοίχοι, οι εστίες και τα δάπεδα από τσιμεντοκονίαμα υποδεικνύουν ότι η χρήση του χώρου συνεχίστηκε και στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, κατά τους 7ο και 8ο αιώνες.
Τα ρωμαϊκά λουτρά ήταν ένα περίτεχνο οικοδόμημα με θολωτές οροφές, πολλά γλυπτά και τοίχους επενδυμένους με ορθομαρμάρωση. Ωστόσο, το κυρίαρχο στοιχείο ήταν το μονόχρωμο ψηφιδωτό ιταλικού τύπου με χρήση λευκής και μαύρης ψηφίδας, το οποίο βρέθηκε στο Δωμάτιο VI. Το ανατολικό και δυτικό τμήμα του ψηφιδωτού, που καλύπτουν περίπου τα 2/3 της συνολικής έκτασής του, διακοσμούνται με γεωμετρικά σχέδια και το πλαίσιό τους διαμορφώνεται από τετράγωνα και ορθογώνια διάχωρα κοσμημένα με δελφίνια, άνθη και ρόμβους. Τα δύο μεγάλα κεντρικά διάχωρα απεικονίζουν παρόμοιες παραστάσεις: από έναν Τρίτωνα που φέρει στην πλάτη του Νηρηίδα, ενώ περιβάλλονται από διάφορα θαλάσσια πλάσματα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο μονόχρωμο ψηφιδωτό στην ανατολική Μεσόγειο, με διαστάσεις σχεδόν 20×8 μέτρα.
Το υπόλοιπο τμήμα του συγκροτήματος των λουτρών εξυπηρετούσε τη διαδικασία του λουτρού. Οι ψυχρές αίθουσες III-V (frigidarium) ήταν εφοδιασμένες με δεξαμενές κρύου νερού, ενώ οι θερμές αίθουσες IX, XI και XIII (caldarium) περιλάμβαναν θερμαινόμενες πισίνες. Το σχετικά χλιαρό δωμάτιο X εξασφάλιζε το «κλείδωμα» της θερμοκρασίας ανάμεσα στις θερμές και ψυχρές αίθουσες του συγκροτήματος. Στις αίθουσες του θερμού λουτρού διοχετευόταν, από έναν ή περισσότερους κλιβάνους, θερμότητα μέσω ενός εκλεπτυσμένου συστήματος υποκαύστων, ένα είδος υποδαπέδιας θέρμανσης.
Η διαδικασία του λουτρού στους ρωμαϊκούς χρόνους αποτελούσε κοινωνική περίσταση, που απαιτούσε αρκετό χρόνο και περιλάμβανε τη διαδοχική διέλευση των θαμώνων από το μεγαλύτερο τμήμα του συγκροτήματος, συμπεριλαμβανομένων των ψυχρών (frigidarium) αλλά και των θερμών (caldarium) αιθουσών. Οι λουόμενοι θα εισέρχονταν στο λουτρό μέσα από τα Δωμάτια Ι ή ΧΙΙ και θα άλλαζαν στα Δωμάτια Ι, ΙΙ ή VII. Μετά θα κινούνταν προς το Δωμάτιο VI με το ψηφιδωτό δάπεδο, το οποίο και ήταν ο κεντρικός χώρος συνάθροισης των θαμώνων.
Πρόδρομοι του Ρωμαϊκού Λουτρού
Το Ρωμαϊκό Λουτρό κτίστηκε πάνω σε ένα ελληνικό κτίσμα παρόμοιας φύσεως. Οι εργασίες αποκατάστασης του ρωμαϊκού μονόχρωμου ψηφιδωτού του Δωματίου VI επέτρεψαν τη λεπτομερέστερη διερεύνηση μιας πισίνας που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ. και βρίσκεται μερικώς κάτω από την περιοχή του ψηφιδωτού. Αυτή η τετράγωνη δεξαμενή των κλασικών χρόνων έχει μήκος πλευράς σχεδόν 30 μ. (ή 100 ελληνικούς πόδες) και όταν γέμιζε, μέχρι βάθους περίπου 1,2μ., θα χωρούσε 1,000,000 λίτρα (ή 264,000 γαλόνια) νερού. Πρόκειται για το σχεδόν διπλάσιο μέγεθος της πισίνας στην Ολυμπία και οπωσδήποτε συνιστά στοιχείο πραγματικά ταιριαστό σε ιερό αφιερωμένο στον θεό Ποσειδώνα.
Πρόσφατα, η εκ νέου διερεύνηση της περιοχής στα βόρεια του Ρωμαϊκού Λουτρού, η οποία είχε ανασκαφεί για πρώτη φορά το 1970, αποκάλυψε την ύπαρξη τουλάχιστον δύο ακόμα δωματίων άγνωστης λειτουργίας. Το ανατολικό δωμάτιο, διαστάσεων 20×11μ., επικοινωνούσε με το συγκρότημα του λουτρού μέσω ζεύγους θυρών που έχουν πλέον επιχωσθεί και ενσωματωθεί στο βυζαντινό αμυντικό τείχος, το Εξαμίλιο. Το δυτικό δωμάτιο, με διαστάσεις 11×9μ., είναι μικρότερο, αλλά φαίνεται να συνδέεται με έναν κλίβανο στη ΒΔ γωνία του. Αν και χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση για να επιβεβαιωθεί η προτεινόμενη υπόθεση, είναι πιθανό ότι αυτά τα δωμάτια αποτελούσαν μια θερμαινόμενη λουτρική εγκατάσταση που κατασκευάστηκε ανάμεσα στις περιόδους χρήσης της κλασικής δεξαμενής και του υστερότερου Ρωμαϊκού Λουτρού που βλέπουμε σήμερα.
Το Γυμνάσιο
Η πιο πρόσφατη έρευνα στην Ισθμία επικεντρώθηκε στα κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί σε αγροτεμάχιο ανατολικά του Ρωμαϊκού Λουτρού και βόρεια του Θεάτρου. Η εκ νέου διερεύνηση των περιοχών αυτών που είχαν ανασκαφεί αρχικά τη δεκαετία του 1970 αποκάλυψε μια σειρά από όμοια αρχιτεκτονικά θραύσματα και άλλα οικοδομικά στοιχεία σε πολλά σημεία γύρω από ιδιόκτητο αγροτεμάχιο. Αξιοσημείωτα είναι πολλά θραύσματα από αράβδωτους κορμούς κιόνων και κιονόκρανα δωρικού ρυθμού, που υποδεικνύουν ότι η περιοχή περιστοιχιζόταν από κιονοστοιχίες, διαμορφώνοντας ένα περίπου τετράγωνο συγκρότημα, σε απόσταση σχεδόν 180μ. ανατολικά του Ρωμαϊκού Λουτρού. Το σχήμα και το μέγεθος αυτού του κτίσματος υποδεικνύει ότι πιθανώς πρόκειται για ένα Γυμνάσιο παρόμοιο με αυτό που έχει βρεθεί στην Ολυμπία.
Το Εξαμίλιο και το Φρούριο
Στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. και πιθανώς ως αντίδραση σε μια καταστροφική Βησιγοτθική επιδρομή, που κατέδειξε πόσο ευάλωτες ήταν οι περιοχές στον πυρήνα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Ισθμός οχυρώθηκε με ένα εντυπωσιακά μακρύ τείχος, γνωστό ως Εξαμίλιο Τείχος. Αυτή η αμυντική κατασκευή έχει μέσο πάχος 3μ. και κατά τόπους μπορεί να έφτανε και τα 7μ. σε ύψος.
Το Εξαμίλιο χρειάστηκε μια τεράστια ποσότητα λίθων για την κατασκευή του και πολλά κτίρια που βρίσκονταν στην πορεία του λιθολογήθηκαν για οικοδομικό υλικό ή ενσωματώθηκαν πλήρως στο τείχος. Στην περιοχή του Ιερού του Ποσειδώνα, πολλά οικοδομήματα, όπως ο ναός του Ποσειδώνα και το Θέατρο, λεηλατήθηκαν για λίθους, μάλιστα δε ο ίδιος ο ναός καθαιρέθηκε ως τα θεμέλιά του. Το τείχος κατασκευάστηκε από μεγάλους δόμους λαξευτής τοιχοποιίας, κονίαμα και αργολιθοδομή και αρκετά τμήματά του διατηρούνται ακόμα σήμερα. Συνολικά, υπήρχαν 152 πύργοι σε όλο το μήκος του. Φιλολογικές πηγές μάς πληροφορούν ότι διάφορα τείχη κτίστηκαν στην αρχαιότητα κατά μήκος του Ισθμού για την προστασία της Πελοποννήσου από εισβολή, αλλά το Εξαμίλιο ήταν η πρώτη μόνιμη κατασκευή του είδους, η οποία είναι ακόμα ορατή σήμερα.
Το Φρούριο της Ισθμίας κτίστηκε την ίδια περίοδο με το Εξαμίλιο και προοριζόταν για τη στρατιωτική φρουρά που ήταν επιφορτισμένη με την προάσπιση του τείχους. Όπως και το Εξαμίλιο, το προσαρτημένο σε αυτό Φρούριο ενσωμάτωσε επίσης προγενέστερα κτίρια, όπως τη μνημειακή ρωμαϊκή αψίδα που δέσποζε στην είσοδο του Ιερού του Ποσειδώνα από τον 1ο αι. μ.Χ. Από τη στιγμή που ενσωματώθηκε στο Φρούριο, η αψίδα αυτή αποτέλεσε τη ΒΑ πύλη του, συνιστώντας τη μεγαλοπρεπή είσοδο όχι μόνο στο Ιερό του Ποσειδώνα αλλά και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Η κατασκευή αυτή βρίσκεται στα 150μ. στα ανατολικά του Ρωμαϊκού Λουτρού και προεξέχει από το Εξαμίλιο Τείχος προς τα νότια.
Η ανασκαφή στις περιοχές βόρεια του Φρουρίου αποκάλυψε πολλούς τάφους, οι οποίοι μάλιστα κάποιες φορές περιείχαν πολλαπλές ταφές, και φαίνεται πως η ζωή συνεχίστηκε εκεί ακόμα και όταν εξέλειψε κάθε απειλή επιδρομής. Η ανασκαφή των τάφων υποδεικνύει πως εδώ ζούσαν ολόκληρες οικογένειες σε περιόδους ειρήνης. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του, το Φρούριο ανακαινίστηκε και χρησιμοποιήθηκε από πολλές διαφορετικές δυνάμεις, όπως οι Βυζαντινοί, οι Βενετοί, οι Φράγκοι και οι Οθωμανοί Τούρκοι, παρέμεινε δε σε χρήση έως τον 17ο αιώνα.